- χειρίστη
- χείριστοςfem nom/voc sg (attic epic ionic)χείρωνmcanerfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειρίστῃ — χείριστος fem dat sg (attic epic ionic) χείρων mcaner fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… … Dictionary of Greek
οπερόνιο — το βιολ. χρωμοσωμική περιοχή, τμήμα ενός πολύπλοκου γενετικού συστήματος που ελέγχει τη ρύθμιση τής γονιδιακής έκφρασης, αποτελούμενο από ένα γονίδιο χειριστή, που δρα ως διακόπτης, και από μία ομάδα δομικών γονιδίων τα οποία, όταν ενεργοποιηθούν … Dictionary of Greek
τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα … Dictionary of Greek
αυτοκατεύθυνση — η (για αεροπλάνα, πυραύλους, βλήματα κ.ά.) η μέθοδος που επιτρέπει σε κινητό σώμα να κατευθύνει μόνο του την κίνησή του σε εκτέλεση αποστολής, χωρίς την παρεμβολή χειριστή (πρβλ. «κεφαλή αυτοκατεύθυνσης») … Dictionary of Greek
αυτοπροώθηση — η η δράση που χαρακτηρίζει την κίνηση οχημάτων και συσκευών, με σύστημα που λειτουργεί αυτόματα και χωρίς παρέμβαση χειριστή … Dictionary of Greek